μεσοχωρίτικος

μεσοχωρίτικος
-η, -ο [μεσοχωρίτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μεσοχώρι ή σε μεσοχωρίτη ή αυτός που προέρχεται από μεσοχώρι («μεσοχωρίτικες συνήθειες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ίτικος — κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. ίτης με την κατάλ. ικός και δηλώνει καταγωγή, προέλευση και, γενικά, αυτό που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνο που σημαίνει το αντίστοιχο όν. σε ίτης (πρβλ. ανατολ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”